- πτήσσω
- και αιολ. τ. πτάζω Α1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.)3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν», Αριστοφ.β. «ὁ λέων... οὐδέποτε φεύγει, οὐδὲ πτήσσει», Αριστοτ.)4. καταφεύγω κάπου, βρίσκω καταφύγιο σε κάποιο σημείο («βωμὸν πτῆξαι», Ευρ.)5. συστέλλω τα μέλη μου έτοιμος να ορμήσω, ενεδρεύω («... εἰς ἐρημίαν ὁδοῡ πτήξαντες οἵδε πρὸς βίαν ἄγωσί με», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτήσσω (< *πτᾱ-κ-jω) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *petā- / petә- «πέφτω, πετώ» (βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν και εμφανίζει ουρανικό ένθημα -κ-, πιθ. αρχαίο, όπως και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. (πρβλ. πτώξ, -κός, πτώσσω, και, με δάσυνση τού -κ-, πτωχός). Η ρίζα αυτή απαντά με τις μορφές πτᾱ-κ- (πρβλ. πτήσσω) και πτᾰ-κ-, με εναλλαγή ā / ă (πρβλ. πτάξ, πτάκις), αλλά και, σε μεταγενέστερο σχηματισμό, με τη μορφή πτω-κ- (πρβλ. πτώξ, πτώσσω, πτωχός) με ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής ρίζας. Ο αιολ. τ. πτάζω είναι νεώτερος σχηματισμός. Η γενική σημ. τής ρίζας «πετώ, πέφτω» χρησιμοποιήθηκε στην οικογένεια τού πτήσσω με την ειδικότερη σημ. «πέφτω προς τα κάτω, συστέλλω τα μέλη μου» και κυρίως «μαζεύομαι, ζαρώνω» από φόβο (πρβλ. πτώσσω, πτώξ, πτοώ*) ή από ένδεια, στέρηση (πρβλ. πτωχός)].
Dictionary of Greek. 2013.